- δᾳδουργός
- δᾳδουργ-ός, ὁ,A one who cuts pines for torches, ib.3.9.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαδουργός — δᾳδουργός, ο (Α) αυτός που κόβει πεύκα για να βγάλει ρετσίνι ή να ετοιμάσει δαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δας (δαδός) + ουργός < έργον] … Dictionary of Greek
δᾳδουργοί — δᾳδουργός one who cuts pines for torches masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
δαδουργώ — δᾳδουργῶ ( έω) (Α) [δαδουργός] δαδοκοπώ … Dictionary of Greek